- ψαλεῖ
- ψάλλωpluckfut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic)ψάλλωpluckfut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άψαλτος — η, ο (Μ ἄψαλτος, ον) 1. αυτός που δεν έχει ψαλεί 2. εκείνος που δεν του έχει ψαλεί νεκρώσιμη ακολουθία, ο αδιάβαστος μσν. (για τόπο) αυτός στον οποίο δεν τελέστηκε λειτουργία, ο αλειτούργητος … Dictionary of Greek
διαβάζω — (Μ διαβάζω) Ι. 1. αναγνωρίζω γραπτά σύμβολα 2. (για ιερείς) απαγγέλλω λειτουργικό κείμενο νεοελλ. 1. κάνω ανάγνωση ενός κειμένου είτε νοερά είτε με απαγγελία 2. μελετώ 3. διδάσκω σε κάποιον ανάγνωση 4. προγυμνάζω μαθητή 5. συμβουλεύω, νουθετώ 6.… … Dictionary of Greek
διαστολή — Ξεχώρισμα, διάκριση. (Μουσ.) Όρος της μουσικής σημειογραφίας. Σημαίνει την κάθετη γραμμή του πενταγράμμου που χωρίζει τα μέτρα σε τμήματα ίσης αξίας φθογγοσήμων, με διαφορετική όμως ρυθμική συνάρθρωση. Παλαιότερα ο διαχωρισμός των μέτρων… … Dictionary of Greek
άμαξα και άρμα — Δύο πανάρχαια μέσα συγκοινωνίας, γνωστά με διάφορες παραλλαγές σχεδόν σε όλους τους λαούς. Η ά. γεννήθηκε από την προσαρμογή στο έλκηθρο (που ήταν γνωστό από το 7000 π.Χ.) του τροχού, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως βιοτεχνικό και… … Dictionary of Greek
βρικόλακας ή βρυκόλακας — Πρόσωπο της λαογραφίας. Πρόληψη διαδεδομένη σε πολλούς λαούς, σύμφωνα με την οποία ορισμένα άτομα που έχουν πεθάνει, διατηρούν το πτώμα τους ανέπαφο ρουφώντας το αίμα ζωντανών υπάρξεων. Από την άποψη της θρησκειολογίας, η πρόληψη αυτή… … Dictionary of Greek